ἀτυχεῖ

ἀτυχεῖ
ἀτυχέω
to be unfortunate
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic)
ἀτυχέω
to be unfortunate
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic)
ἀτυχής
unfortunate
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀτυχής
unfortunate
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χώρα — η 1. τμήμα της επιφάνειας της γης, κράτος: Η Γαλλία είναι μια μεγάλη χώρα της Ευρώπης. 2. ως κύρ. όν., Xώρα συνήθ. ο μεγαλύτερος οικισμός νησιού που αποτελεί και την πρωτεύουσά του. 3. ορισμένο μέρος της επιφάνειας του σώματος που αντιστοιχεί σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”